- προκάταργμα
- προκάτ-αργμα, ατος, τό,A libation before the sacrifice, Sch.Ar.Pl.660; cf. πρόθυμα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκάταργμα — άργματος, τὸ, Α η σπονδή που γινόταν πριν από τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κάταργμα «πρώτη προσφορά, προσφορά κατά την έναρξη τής τελετής» (< κατάρχω)] … Dictionary of Greek
προκατάργματα — προκάταργμα libation before the sacrifice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)